- πυγμόμετρο(ν)
- το силомер (для измерения силы удара кулаком)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πυγμόμετρο — το, Ν δυναμόμετρο που σημειώνει την ένταση τού χτυπήματος τής πυγμής. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγμή + μέτρο] … Dictionary of Greek